- ακατάκριτος
- -η, -οαυτός που δεν κατακρίθηκε, δεν κατηγορήθηκε: Για τις ενέργειές του αυτές έμεινε ακατάκριτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκατάκριτος — uncondemned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάκριτος — η, ο (Α ἀκατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που δεν έχει καταδικαστεί 2. που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ 3. επίρρ. ἀκατακρίτως χωρίς κατάκριση, ελεύθερα, άφοβα «ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος) … Dictionary of Greek
ἀκατακρίτως — ἀκατάκριτος uncondemned adverbial ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάκριτον — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem acc sg ἀκατάκριτος uncondemned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακρίτους — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακρίτων — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάκριτα — ἀκατάκριτος uncondemned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάκριτοι — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτοακατάκριτος — ἐρωτοακατάκριτος, η, ον (Μ) αυτός που δεν τόν έχει βασανίσει ο έρωτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ακατάκριτος] … Dictionary of Greek
ԱՆԴԱՏԱՊԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 1 0131 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ա. ἁκατάκριτος indemnis, irreprehensibilis Զոր չէ օրէն դատապարտել. անպարտ. անմեղ. եւ անստգիւտ. անպարսաւ. անարատ. ... *Զանդատապարտսն իբրեւ զդատապարտ վարեալք. Յհ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)